κόρος

κόρος
(I)
ο (ΑM κόρος)
1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ' ἐμῶν κακῶν», Ευρ.)
2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων
2. φρ. «κατά κόρον» — υπερβολικά, μέχρι το τελευταίο όριο αντοχής
μσν.
φρ. «κόρον κτῶμαι» ή «κόρον λαμβάνω» — ικανοποιούμαι, χορταίνω
αρχ.
η υπεροψία, η αυθάδεια που προκαλείται από την πλησμονή αγαθών («τίκτοι τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. κορ(ε)- τού αορ. κορέ-σαι τού ρ. κορέννυμι].
————————
(II)
κόρος, ιων. τ. κοῡρος, δωρ. τ. κῶρος, ὁ (Α)
1. το αρσενικό παιδί από τη νηπιακή ηλικία, μάλιστα πολλές φορές και πριν από τη γέννησή του, μέχρι τη στρατεύσιμη ηλικία, αγόρι («μηδ' ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῡρον ἐόντα φέροι», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. οἱ κόροι
α) οι πολεμιστές, οι στρατιώτες, τα παληκάρια
β) οι νεαροί άνδρες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε συμπόσια, θυσίες κ.λπ.
γ) (στους Λακεδαιμονίους) η τάξη τών ιππέων
3. (με γενική κύριου ονόματος) γιος («οἵ τε Θησέως κόροι», Σοφ.)
4. μικρό άγαλμα ή κούκλα που χρησιμοποιούσαν στη μαγεία
5. κλωνάρι δένδρου ή βλαστός φυτού, παραφυάδα, βλάστημα
6. (κατά τον Ησύχ.) πλῆθος ἀνθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κόρος < *κορFος και ο τ. κόρη < *κόρFα, γεγονός που ερμηνεύει την εμφάνιση -η αντί τού αναμενόμενου - στον ιων. τ. κούρη
το -F- μαρτυρείται και στους μυκηναϊκούς τ. kowo και kowa. Συνδέονται με το θ. κορε- τού ρ. κορέννυμι στην αρχική του σημ. «τρέφω, κάνω κάτι να μεγαλώσει», αλλά οι περαιτέρω λεπτομέρειες τής διαμορφώσεως τους παραμένουν ασαφείς. Συνδέονται επίσης με το αρμ. ser- «απόγονοι, γενιά» και πιο έμμεσα με άλλα ομόρριζα τού ΙE *ker- «αυξάνω, τρέφω», στα οποία ανάγονται. Τα περισσότερα παρ. και σύνθ. προήλθαν από τον επικό και ιων. τ. κούρος (< *κορFος «με απλοποίηση τού συμπλέγματος -ρF- και αντέκταση). Ο τ. κόρος εμφανίζει μόνο δύο ανώμαλα παρ., τα κόριψ και κόρυξ].
————————
(III)
κόρος, ὁ (Α)
κόρηθρον*, σκούπα, σάρωθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται κατά πάσαν πιθανότητα για υποχωρητ. παρ. τού κορέω (ΙΙ)].
————————
(IV)
ο (Α κόρος) νεοελλ. (μετρολ.-ναυτ.) παλαιά διεθνής μονάδα όγκου για την εκτίμηση εσωτερικής χωρητικότητας τών πλοίων
αρχ.
(στους Εβραίους) μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε με δέκα αττικούς μεδίμνους («ἑκατὸν κόρους σίτου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. εβρ. kōr «στρογγυλό δοχείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόρος — 1 satiety masc nom sg κόρος 2 boy masc nom sg κόρος 3 besom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορός — (I) κορός και κόρος (Α) επίθ. καθαρός, αγνός. (II) κορός (Α) επίθ. μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι τό συνέδεαν με το κόραξ] …   Dictionary of Greek

  • κόρος — ο 1. χορτασμός: Έφαγα και ήπια κατά κόρο. 2. γέμιση. 3. το συναίσθημα αηδίας που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση των ενστίκτων. 4. μονάδα χωρητικότητας πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… …   Dictionary of Greek

  • κόρω — κόρος 1 satiety masc nom/voc/acc dual κόρος 1 satiety masc gen sg (doric aeolic) κόρος 2 boy masc nom/voc/acc dual κόρος 2 boy masc gen sg (doric aeolic) κόρος 3 besom masc nom/voc/acc dual κόρος 3 besom masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρε — κόρος 1 satiety masc voc sg κόρος 2 boy masc voc sg κόρος 3 besom masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροι — κόρος 1 satiety masc nom/voc pl κόρος 2 boy masc nom/voc pl κόρος 3 besom masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροιο — κόρος 1 satiety masc gen sg (epic) κόρος 2 boy masc gen sg (epic) κόρος 3 besom masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροις — κόρος 1 satiety masc dat pl κόρος 2 boy masc dat pl κόρος 3 besom masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρον — κόρος 1 satiety masc acc sg κόρος 2 boy masc acc sg κόρος 3 besom masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”